- χηλαργός
- χηλαργός, [dialect] Dor. [pref] χᾱλ-, όν, ([etym.] χηλή)A with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, S.El.861 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηλαργός — όν, και χήλαργος, ον, και δωρ. τ. χαλαργός όν και χάλαργος, ον, Α 1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον … Dictionary of Greek
χηλαργοῖς — χηλαργός with fleet hoofs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόδαργος — (podargus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ποδαργιδών. Πρόκειται για μεγαλόσωμα πουλιά με σχετικά μεγάλο κεφάλι, δυνατό γαμψό ράμφος και άνοιγμα στόματος που φτάνει μέχρι κάτω και πίσω από τα μάτια. Ζουν στα δάση και κατασκευάζουν τις φωλιές… … Dictionary of Greek
χαλαργός — όν, Α (δωρ. τ.) βλ. χηλαργός … Dictionary of Greek
χαλάργοις — χᾱλάργοις , χήλαργος masc/fem/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)